Μετάβαση στο περιεχόμενο

stracciatella

Από Βικιλεξικό

Ιταλικά (it)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
stracciatella stracciatelle

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
stracciatella < stracciare (τεμαχίζω)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /strat.t͡ʃaˈtɛl.la/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

stracciatella (it) θηλυκό