straightforward
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
straightforward (en)
- απλός, εύκολος (στο να γίνει κατανοητός)
- (μεταφορικά) ευθύς
- (μεταφορικά) τίμιος
- (μεταφορικά) ειλικρινής