straightforward
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]straightforward (en)
- απλός, εύκολος (στο να γίνει κατανοητός)
- (μεταφορικά) ευθύς
- (μεταφορικά) τίμιος
- (μεταφορικά) ειλικρινής