strain
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
strain | strains |
strain (en)
- καταπόνηση
- είδος, υποείδος (για οτιδήποτε: βιολογικό, μουσικό, φιλοσοφικό, θρησκευτικό κτλ.)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | strain |
γ΄ ενικό ενεστώτα | strains |
αόριστος | strained |
παθητική μετοχή | strained |
ενεργητική μετοχή | straining |
strain (en)
- (μεταβατικό) περνάω κάτι από το σουρωτήρι, σουρώνω, βάζω φαγητό μέσα από κάτι με πολύ μικρές τρύπες για να διαχωρίσω το στερεό από το υγρό μέρος
- ↪ I strain the tomato.
- Περνάω τη ντομάτα από το σουρωτήρι.
- ↪ I strain the macaroni/the soup.
- Σουρώνω τα μακαρόνια/τη σούπα.
- ↪ I strain the tomato.
Πηγές[επεξεργασία]
- strain (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- strain (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 692-695, 806. ISBN 9780194325684., λήμμα: περνώ, σουρώνω