strain
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
strain (en)
- καταπόνηση
- είδος, υποείδος (για οτιδήποτε: βιολογικό, μουσικό, φιλοσοφικό, θρησκευτικό κτλ.)