strain

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
strain strains

strain (en)

  1. καταπόνηση
  2. είδος, υποείδος (για οτιδήποτε: βιολογικό, μουσικό, φιλοσοφικό, θρησκευτικό κτλ.)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας strain
γ΄ ενικό ενεστώτα strains
αόριστος strained
παθητική μετοχή strained
ενεργητική μετοχή straining

strain (en)

  • (μεταβατικό) περνάω κάτι από το σουρωτήρι, σουρώνω, βάζω φαγητό μέσα από κάτι με πολύ μικρές τρύπες για να διαχωρίσω το στερεό από το υγρό μέρος
    I strain the tomato.
    Περνάω τη ντομάτα από το σουρωτήρι.
    I strain the macaroni/the soup.
    Σουρώνω τα μακαρόνια/τη σούπα.

Πηγές[επεξεργασία]