Μετάβαση στο περιεχόμενο

strain

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
strain strains

strain (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η καταπόνηση, η δοκιμασία, πίεση σε ένα σύστημα ή μια σχέση επειδή τίθενται μεγάλες απαιτήσεις από αυτό
    παράδειγμα  The strain on the healthcare system due to the pandemic was enormous.
    Η καταπόνηση του συστήματος υγείας λόγω της πανδημίας ήταν τεράστια.
    παράδειγμα  Small print is a strain on the eyes.
    Τα μικρά στοιχεία είναι δοκιμασία για τα μάτια.
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η καταπόνηση, η ένταση, η ψυχική πίεση ή ανησυχία που αισθάνεται κάποιος επειδή έχει πάρα πολλά να κάνει· κάτι που προκαλεί αυτή την πίεση
    παράδειγμα  mental strain - ψυχική καταπόνηση
    παράδειγμα  the strain of modern life - η ένταση της σύγχρονης ζωής
    παράδειγμα  the strain of work - η πίεση της δουλειάς
  3. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η καταπόνηση, το τέντωμα, η πίεση που ασκείται σε κάτι όταν μια φυσική δύναμη το τεντώνει, το σπρώχνει ή το τραβάει
    παράδειγμα  Continuous strain on the muscles can cause injuries.
    Η συνεχής καταπόνηση των μυών μπορεί να προκαλέσει τραυματισμούς.
    παράδειγμα  The rope broke under the strain.
    Το σκοινί έσπασε από το τέντωμα.
    παράδειγμα  That beam bears a heavy strain.
    Αυτό το δοκάρι δέχεται μεγάλη πίεση.
  4. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η εξάρθρωση
    παράδειγμα  a shoulder blade strain - εξάρθρωση ωμοπλάτης
  5. ένα συγκεκριμένο είδος φυτού ή ζώου. ή μια συγκεκριμένη ασθένεια που προκαλείται από βακτήρια κτλ.
    παράδειγμα  a strain of mosquitoes that have gained resistance to insecticides - είδος κουνουπιών που έχουν αποκτήσει αντοχή στα εντομοκτόνα
  6. (συνήθως ενικός) η ροπή, ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ενός ατόμου ή μιας ομάδας, ή μια ιδιότητα του τρόπου του
    παράδειγμα  There’s a criminal strain in him.
    Έχει μια ροπή προς το έγκλημα μέσα του.
ενεστώτας strain
γ΄ ενικό ενεστώτα strains
αόριστος strained
παθητική μετοχή strained
ενεργητική μετοχή straining

strain (en)

  1. (μεταβατικό) καταπονώ, ζορίζω, τραυματίζομαι ή τραυματίζω ένα μέρος του σώματός μου κάνοντας το να δουλέψει πολύ σκληρά
    παράδειγμα  His eyes have been strained from the nighttime studying.
    Τα μάτια του έχουν καταπονηθεί από τη νυχτερινή μελέτη.
    παράδειγμα  Small print strains the eyes.
    Τα μικρά στοιχεία ζορίζουν τα μάτια.
     συνώνυμα: stress
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) σφίγγομαι, προσπαθώ να κάνω κάτι με όλη μου την ψυχική ή σωματική δύναμη
    παράδειγμα  He’s straining to poop.
    Σφίγγεται για να ενεργηθεί.
  3. (μεταβατικό) ζορίζω, προσπαθώ να κάνω κάτι να κάνει περισσότερο από αυτό που μπορεί να κάνει
    παράδειγμα  Strain the motor and you will break it.
    Το ζορίζεις το μοτέρ και θα χαλάσει.
  4. (μεταβατικό) σουρώνω, περνάω κάτι από το σουρωτήρι, βάζω φαγητό μέσα από κάτι με πολύ μικρές τρύπες για να διαχωρίσω το στερεό από το υγρό μέρος
    παράδειγμα  I am straining the macaroni/the soup.
    Σουρώνω τα μακαρόνια/τη σούπα.
    παράδειγμα  I am straining the tomato.
    Περνάω τη ντομάτα από το σουρωτήρι.