strain

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

strain (en)

  1. καταπόνηση
  2. είδος, υποείδος (για οτιδήποτε: βιολογικό, μουσικό, φιλοσοφικό, θρησκευτικό κτλ.)