stranglehold

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

stranglehold (en)

  1. κεφαλοκλείδωμα, στραγγαλιστική λαβή
  2. (μεταφορικά) ασφυκτική πίεση, ασφυκτικός κλοιός, ασφυκτικός έλεγχος