stranglehold
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
stranglehold (en)
- κεφαλοκλείδωμα, στραγγαλιστική λαβή
- (μεταφορικά) ασφυκτική πίεση, ασφυκτικός κλοιός, ασφυκτικός έλεγχος