strap
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
strap | straps |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
strap (en)
- ιμάντας, λουρί, λουρίδα, λουράκι
- ↪ The soldier tightened the strap of his helmet.
- Ο στρατιώτης έσφιξε το λουρί του κράνους του
- ↪ The soldier tightened the strap of his helmet.
- give the strap: χτυπώ κάποιον με λουρί, μαστιγώνω
[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | strap |
γ΄ ενικό ενεστώτα | straps |
αόριστος | strapped |
παθητική μετοχή | strapped |
ενεργητική μετοχή | strapping |
strap (en)
- (μεταβατικό) δένω, στερεώνω κάτι με ιμάντα