stratiotique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /stʁa.ti.ɔ.tik/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
stratiotique | stratiotiques |
stratiotique (fr) αρσενικό ή θηλυκό