Μετάβαση στο περιεχόμενο

strengthen

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας strengthen
γ΄ ενικό ενεστώτα strengthens
αόριστος strengthened
παθητική μετοχή strengthened
ενεργητική μετοχή strengthening

strengthen (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) ενισχύω, ισχυροποιώ, γίνομαι πιο ισχυρός ή αποτελεσματικός· κάνω κάποιον ή κάτι πιο ισχυρό ή αποτελεσματικό
      The country’s negotiating power was strengthened.
    Ενισχύθηκε η διαπραγματευτική δύναμη της χώρας.
      In order to further strengthen his position…
    Για να ισχυροποιήσει ακόμη περισσότερο τη θέση του…
  2. (μεταβατικό) δυναμώνω, γίνομαι σωματικά πιο δυνατός
      Exercise strengthens muscles.
    Η άσκηση δυναμώνει τους μυς.
      I’m strengthening my body.
    Δυναμώνω το σώμα μου.
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) ενισχύω, ισχυροποιώ, κάνω ένα συναίσθημα, μια άποψη ή μια σχέση πιο ισχυρή
      This strengthens my confidence in you.
    Αυτό ενίσχυσε την εμπιστοσύνη μου σε σένα.
      The new findings strengthen my views.
    Οι νέες ανακαλύψεις ισχυροποιούν τις απόψεις μου.
     συνώνυμα:  bolster και reinforce
  4. (αμετάβατο) δυναμώνω, ενισχύομαι, για μια φυσική δύναμη
      The wind kept strengthening.
    Ο αέρας δυνάμωνε συνεχώς.
      The wind strengthened in the night.
    Ο άνεμος ενισχύθηκε τη νύχτα.
  5. (μεταβατικό και αμετάβατο) ενισχύω, για το νόμισμα ή την οικονομία μιας χώρας που γίνεται ισχυρότερη
      The measures strengthen the national income.
    Τα μέτρα ενισχύουν το εθνικό εισόδημα.