stretcher
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
stretcher | stretchers |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]stretcher (en)
- το φορείο για ασθενείς
- ⮡ They took him to the operating room on a stretcher.
- Τον πήγαν στο χειρουργείο πάνω σε φορείο.
- ⮡ They took him to the operating room on a stretcher.