Μετάβαση στο περιεχόμενο

stretcher

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
stretcher stretchers

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
stretcher < stretch + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

stretcher (en)

  • το φορείο για ασθενείς
      They took him to the operating room on a stretcher.
    Τον πήγαν στο χειρουργείο πάνω σε φορείο.