strident
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]strident (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | strident | stridents |
θηλυκό | stridente | stridentes |
strident (fr)
- τσιριχτός
- (για ήχο) οξύς, διαπεραστικός, στριγκός