striga
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- striga < strix < (ελληνιστική κοινή) στρίγξ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
striga (la) θηλυκό
- μάγισσα
- κακοποιό πνεύμα που πίνει το αίμα των ανθρώπων
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
striga (ro)