strike
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
strike | strikes |
strike (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | strike |
γ΄ ενικό ενεστώτα | strikes |
αόριστος | struck |
παθητική μετοχή | struck, stricken |
ενεργητική μετοχή | striking |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
strike (en)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- it struck me (με εξέπληξε)
- strike while the iron is hot