string

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
string strings

string (en)

  1. η χορδή
  2. νήμα, νημάτιο
  3. στρινγκ, στρινγκάκι
  4. (πληροφορική) συμβολοσειρά, στοιχειοσειρά[1]
    ※  Strings are text, written within double or single quotes [2]
    «Οι συμβολοσειρές είναι κείμενο, γραμμένο μέσα σε διπλά ή μόνο εισαγωγικά»
    Υπερώνυμα: collection, sequential (data structure)
    Υπώνυμα: alphanumeric, alphanumerical

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας string
γ΄ ενικό ενεστώτα strings
αόριστος strung
παθητική μετοχή strung
ενεργητική μετοχή stringing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

string (en)

  1. περνώ χορδή, καλώδιο, σπάγγο
  2. τοποθετώ χορδές σε έγχορδο όργανο, ή σε πληκτροφόρο με χορδές

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. από αναζήτηση στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
  2. (αγγλικά) JavaScript Syntax. Πρόσβαση 2021-03-07.