stringify
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈstɹɪŋɪfaɪ/
- ⓘ
Ρήμα
[επεξεργασία]stringify (en)
- (πληροφορική) μετατρέπω σε συμβολοσειρά (string), σε σειρά χαρακτήρων, σε αρχείο κειμένου