studfina
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | studfina | studfinaj |
αιτιατική | studfinan | studfinajn |
studfina (eo)
- σχετικός με το τέλος των σπουδών
- la studfinaj ekzamenoj - οι τελικές εξετάσεις