studnia
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | studnia | studnie |
γενική | studni | studń |
δοτική | studni | studniom |
αιτιατική | studnię | studnie |
οργανική | studnią | studniami |
τοπική | studni | studniach |
κλητική | studnio | studnie |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
studnia (pl) θηλυκό