stuffed
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
stuffed (en)
- ταριχευμένος(για βαλσαμωμένα ζώα ή πουλιά)
- λούτρινος(κυρίως για παιδικά παιχνίδια)
- γεμιστός
- γεμάτος, φουσκωμένος, χορτάτος
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
stuffed (en)