stultify
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]stultify (en)
- γελοιοποιώ κάποιον, αποδεικνύω σε άλλους πως κάποιος είναι ανίκανος
- (μεταφορικά) ξενερώνω
stultify (en)