stumble
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
stumble (en)
- σκοντάφτω
- John stumbled over a rock and fell
- συναντώ τυχαία, "πέφτω πάνω σε ..."'
- προχωρώ χωρίς σταθερά βήματα (πχ όπως μέσα στο σκοτάδι)
- κάνω λάθος (πχ ενώ μιλάω ή παίζοντας ένα μουσικό κομμάτι κλπ) και σταματώ