stunned
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | stunned |
συγκριτικός | more stunned |
υπερθετικός | most stunned |
stunned (en)
- έκπληκτος, εμβρόντητος, σε κατάσταση σύγχυσης, σοκ
- ⮡ a stunned look - μια έκπληκτη ματιά
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη astonished
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]stunned (en)