stupidité
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
stupidité | stupidités |
stupidité (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
stupidité | stupidités |
stupidité (fr) θηλυκό