Μετάβαση στο περιεχόμενο

stupidity

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
stupidity stupidities

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
stupidity < stupid + -ity

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

stupidity (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ανοησία, η βλακεία, συμπεριφορά που δείχνει έλλειψη σκέψης
      I was amazed by his stupidity.
    Έμεινα καταπληκτικός από την ανοησία του.
      She said such stupidities that we couldn’t even laugh.
    Έλεγε τέτοιες ανοησίες που ούτε να γελάσουμε δεν μπορούσαμε.
  2. (μη μετρήσιμο) η ανοησία, η ιδιότητα του ανόητου
      He did what he did out of stupidity.
    Από ανοησία έκανε ό,τι έκανε.