stvar
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Κροατικά (hr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | stvâr | stvâr |
γενική | stvârī | stvárī |
δοτική | stvâri | stvárima |
αιτιατική | stvâr | stvâri |
κλητική | stvâri | stvâri |
τοπική | stvâri | stvárima |
οργανική | stvârjy, stvári | stvárima |
stvar (en) θηλυκό