styczna
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
styczna < styczny (prosta styczna)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
styczna (pl) θηλυκό
- (μαθηματικά) η εφαπτομένη
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
styczna (pl)
- θηλυκό του styczny, στην ονομαστική και την κλητική του ενικού