styczna

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

styczna < styczny (prosta styczna)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

styczna (pl) θηλυκό

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

styczna (pl)