suçon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

suçon < sucer

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
suçon suçons

suçon (fr) αρσενικό

  1. ένα μελάνωμα που προκαλείται στο δέρμα ρουφώντας το με τα χείλη
  2. (Καναδάς) το γλειφιτζούρι