suçon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- suçon < sucer
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
suçon | suçons |
suçon (fr) αρσενικό
- ένα μελάνωμα που προκαλείται στο δέρμα ρουφώντας το με τα χείλη
- (Καναδάς) το γλειφιτζούρι