subitize
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία en[επεξεργασία]
subitize < λατινικά: subito + -ize
Ρήμα[επεξεργασία]
subitize (en)
- οψιμετρώ (αρχαία ελληνική ὄψις + μετρώ), υπολογίζω πόσα όμοια αντικείμενα βλέπω με μία κοφτή μάτια, χωρίς να τα (κατα)μετρώ ένα ένα
Σημειώσεις[επεξεργασία]
συνήθως το subitize αφορά ακριβή αριθμό, οπότε δεν ταυτίζεται με το «κόβω»