subjunctive

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

subjunctive < (άμεσο δάνειο) λατινική subjunctivus < subjungere < sub + jungere

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

subjunctive (en)