subjunctive
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
subjunctive < (άμεσο δάνειο) λατινική subjunctivus < subjungere < sub + jungere
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
subjunctive (en)
- (γραμματική) ρηματική έγκλιση, η υποτακτική
- (λόγιο) κάτι εξαρτώμενο από άλλο, σχετικιστικό/σχετικό, που ίσχυει υπό όρους κάποιου πλαισίου ή συνθηκών