sublimation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sublimation (en)
- (φυσική, χημεία) η εξάχνωση, η μετατροπή ενός στερεού σε αέριο χωρίς να μεσολαβήσει η υγρή κατάσταση
- (ψυχολογία) η μετουσίωση
- (προσοχή, το ερμήνευμα αυτό αφορά μόνο τον ψυχολογικό μηχανισμό άμυνας)
Υπερώνυμα[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sublimation | sublimations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
la sublimation (fr) θηλυκό