subliminal
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- subliminal < sub- + λατινική limen + -al [< (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική unterschwellig, κυριολεκτικά: κάτω από το όριο / κατώφλι]
Επίθετο
[επεξεργασία]subliminal (en)
- που γίνεται ή επιτελείται χωρίς συνειδητοποίηση, χωρίς συνειδητή αντίληψη· υποσυνείδητος