subordination
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
subordination (en)
- η ενέργεια με την οποία θέτω σε κατώτερη ιεραρχικά τάξη
- το να είναι κανείς κατώτερος ιεραρχικά
- η υποταγή, υπακοή στους ανωτέρους
- (γραμματική) η καθ' υπόταξη σύνδεση προτάσεων
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
subordination | subordinations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
subordination (fr) θηλυκό
- η υπόταξη