subordination

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

subordination (en)

  1. η ενέργεια με την οποία θέτω σε κατώτερη ιεραρχικά τάξη
  2. το να είναι κανείς κατώτερος ιεραρχικά
  3. η υποταγή, υπακοή στους ανωτέρους
     αντώνυμα: insubordination
  4. (γραμματική) η καθ' υπόταξη σύνδεση προτάσεων
     αντώνυμα: coordination


Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
subordination subordinations

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

subordination (fr) θηλυκό

  1. η υπόταξη