suborn

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

suborn (en)

  1. προτρέπω κάποιον ή επιτρέπω σε κάποιον να διαπράξει εν γνώσει μου αδίκημα, ιδίως αυτό της ψευδομαρτυρίας

Συγγενικά[επεξεργασία]