subpoena
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]/səˈpiːnə/
Ετυμολογία en
[επεξεργασία]ύστερα μεσοαγγλικά (ως ουσιαστικό): subpoena < λατινικά: sub poena «επί ποινή» (οι πρώτες λέξεις ενός εντάλματος)
χρησιμοποιείται ως ρήμα από τα μέσα του 17ου αιώνα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]subpoena (en)
- η κλήτευση για να παραστεί κάποιος σε δίκη ως μάρτυρας
Ρήμα
[επεξεργασία]subpoena (en)
- κλητεύω κάποιον ως μάρτυρα