substantifique moelle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- substantifique moelle < substantifique + moelle
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
substantifique moelle (fr) θηλυκό
- (αστεϊσμός) η πεμπτουσία