subventionnement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- subventionnement < subventionner
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
subventionnement | subventionnements |
subventionnement (fr) αρσενικό