Μετάβαση στο περιεχόμενο

succursaliste

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
succursaliste < succursalisme

Επίθετο

[επεξεργασία]

succursaliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

succursaliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. εμπορική εταιρία που αποτελείται από αλυσίδα καταστημάτων
  2. ο κάτοχος πολλών υποκαταστημάτων

Συγγενικά

[επεξεργασία]