succursaliste
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- succursaliste < succursalisme
Επίθετο
[επεξεργασία]succursaliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- λέγεται για την οργάνωση εμπορικών εταιρειών που έχουν καταστήματα με πολλά υποκαταστήματα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]succursaliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό