Μετάβαση στο περιεχόμενο

sucette

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sucette <  δείτε τις λέξεις sucer και -ette

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sy.sɛt/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sucette sucettes

sucette (fr) θηλυκό

  1. το γλειφιτζούρι
  2. η πιπίλα