sucette
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
sucette | sucettes |
sucette (fr) θηλυκό
- το γλειφιτζούρι
- η πιπίλα
ενικός | πληθυντικός |
sucette | sucettes |
sucette (fr) θηλυκό