suĉbotelo
(Ανακατεύθυνση από suchbotelo)
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | suĉbotelo | suĉboteloj |
αιτιατική | suĉbotelon | suĉbotelojn |
suĉbotelo (eo)
- το μπιμπερό
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | suĉbotelo | suĉboteloj |
αιτιατική | suĉbotelon | suĉbotelojn |
suĉbotelo (eo)