sucré
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sucré | sucrés |
θηλυκό | sucrée | sucrées |
sucré (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sucré | sucrés |
θηλυκό | sucrée | sucrées |
sucré (fr)