sucrier

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

sucrier (fr)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

sucrier (fr)

  • η ζαχαριέρα
    le sucrier est vide - η ζαχαριέρα είναι άδεια

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη sucre