sucrosité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sucrosité | sucrosités |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sucrosité (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
sucrosité | sucrosités |
sucrosité (fr) θηλυκό