Μετάβαση στο περιεχόμενο

sudorifique

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sudorifique < λατινική sudor (ιδρώτας)

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sudorifique sudorifiques

sudorifique (fr) αρσενικό ή θηλυκό