sufficio

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

sufficio (la)

  1. αρκώ
  2. θέτω κάτι κάτω από κάτι άλλο