Μετάβαση στο περιεχόμενο

suffisant

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
suffisant suffisants

suffisant (fr) αρσενικό