sufiĉo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sufiĉo | sufiĉoj |
αιτιατική | sufiĉon | sufiĉojn |
sufiĉo (eo)
- η επάρκεια