Μετάβαση στο περιεχόμενο

suitcase

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
suitcase suitcases

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
suitcase < suit + case

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

suitcase (en)

  • η βαλίτσα
      The clothes must be compressed to fit into the suitcase.
    Πρέπει να συμπιεστούν τα ρούχα για να χωρέσουν στη βαλίτσα.