suivisme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
suivisme | suivismes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
suivisme (fr) αρσενικό
- τάση να ακολουθεί και να αποδέχεται κανείς άβουλα μια γνώμη
ενικός | πληθυντικός |
suivisme | suivismes |
suivisme (fr) αρσενικό