sukceso
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sukceso | sukcesoj |
αιτιατική | sukceson | sukcesojn |
sukceso (eo)
- η επιτυχία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sukceso | sukcesoj |
αιτιατική | sukceson | sukcesojn |
sukceso (eo)