suko
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | suko | sukoj |
αιτιατική | sukon | sukojn |
suko (eo)
- ο χυμός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | suko | sukoj |
αιτιατική | sukon | sukojn |
suko (eo)