summit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
summit | summits |
summit (en)
- (γεωγραφία) η κορυφή βουνού, η βουνοκορφή
- ≈ συνώνυμα: peak, mountaintop
- (μεταφορικά) το αποκορύφωμα, το απόγειο
- (κατʼ επέκταση) ο σύνοδος κορυφής, η συνάντηση κορυφής
- ↪ Eurozone summit/international summit - σύνοδος κορυφής της ευρωζώνης
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | summit |
γ΄ ενικό ενεστώτα | summits |
αόριστος | summited, summitted |
παθητική μετοχή | summited, summitted |
ενεργητική μετοχή | summiting, summitting |
summit (en)
Πηγές[επεξεργασία]
- summit - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- summit - Oxford Learner's Dictionaries