summit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
summit (en)
- (γεωγραφία) κορυφή βουνού, βουνοκορφή
- (μεταφορικά) αποκορύφωμα, απόγειο
- (κατ' επέκταση) σύνοδος κορυφής, συνάντηση κορυφής