sunntag
Εμφάνιση
Αλεμαννικά (gsw)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- sunntag < μέση άνω γερμανική sunnentac < παλαιά άνω γερμανική sunnuntag < πρωτογερμανική *sunnōniz dagaz, μεταφραστικό δάνειο από τη λατινική diēs Sōlis (ημέρα του Ήλιου)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]sunntag αρσενικό
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- “sunntag” στο Patuzzi, Umberto, επιμ., (2013) Ünsarne Börtar, Luserna, Italy: Comitato unitario delle linguistiche storiche germaniche in Italia / Einheitskomitee der historischen deutschen Sprachinseln in Italien
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τη μέση άνω γερμανική (αλεμαννικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά άνω γερμανικά (αλεμαννικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (αλεμαννικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα λατινικά (αλεμαννικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αλεμαννικά)
- Αλεμαννικά
- Ουσιαστικά (αλεμαννικά)
- Μέρες της εβδομάδας (αλεμαννικά)