supériorité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
supériorité < λατινική superioritas

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sy.pe.ʁjɔ.ʁi.te/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
supériorité supériorités

supériorité (fr) θηλυκό

Αντώνυμα

[επεξεργασία]